- φλογοσωλήνας
- ο, Νο σωλήνας τής εστίας τών ατμολεβήτων.[ΕΤΥΜΟΛ. < φλόγα + σωλήνας].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φλογαγωγός — ο, Ν φλογοσωλήνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλόγα + αγωγός (πρβλ. φωτ αγωγός)] … Dictionary of Greek
φλογαυλός — ο, Ν φλογοσωλήνας, αλλ. αεριαυλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλόγα + αυλός. Η λ., στον τ. πληθ. φλόγαυλοι, μαρτυρείται από το 1889 στο Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν] … Dictionary of Greek